λυποτόκος

λυποτόκος
λῡποτόκος, ον,
A pain-producing,

ἐκτὸς ἐὼν δακρύων καὶ λυποτόκων ὀδυνάων BCH4.406

(Halic.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λυποτόκος — λυποτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά, που προξενεί λύπη, λυπηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • λυποτόκων — λυποτόκος pain producing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”